Με την φωτογραφική μηχανή τών ματιών σου φτάνεις κάθε φορά στο δρομάκι.. Η χαλασμένη αυλόπορτα ανοίγει όλο και πιο εύκολα, τα λουλούδια στις γλάστρες έχουν θεριέψει, η τριανταφυλλιά τής μαμάς έχει αποθρασυνθεί εντελώς κι έχει βγει έξω κι από τα κάγκελα τού κήπου. Η μηλιά έχει φορέσει τα γιορτινά της λουλούδια. Τα σκυλάκια και τα γεράνια γυαλίζουν περήφανα και κορδωμένα..
Τα ρούχα στα σκοινιά χορεύοντας σ' έναν λικνιστικό χορό, σμίγουν ερωτικά: πότε η ροζ πυτζάμα τής μαμάς χαϊδεύει το βαμβακερό καρώ πουκάμισο τού μπαμπά, πότε το κατάλευκο πανωσέντονο ψιθυρίζει λόγια αγάπης στο πουά κατωσέντονο.
Το τραπέζι τής αυλής παρακολουθεί εκστασιασμένο την μπουγάδα να στεγνώνει, ενώ τα τριαντάφυλλα καμαρώνουν στο τενεκεδένιο βάζο. Δυό καρέκλες αντάμα.
Η κουρτίνα τής εξώπορτας συμμετέχει στο γιορτινό ανοιξιάτικο κλίμα, χωρίς να αποφασίζει ποτέ οριστικά αν θα είναι λίγο μέσα ή λίγο πιο έξω από το σπίτι. Στο τσακίρ κέφι, ανεβαίνει ως ψηλά προς τον ουρανό, σαν να κάνει κούνια στο πάρκο. Το ραδιόφωνο ακούγεται ως έξω, κι η αγαπημένη κλασσική μουσική τής μαμάς, συντροφεύει -θέλουν δεν θέλουν!- και τους γείτονες. Μονάχα ο μπαμπάς δεν ενο-
χλείται, το ακουστικό βλέπεις είναι για μόστρα! Από την κουζίνα έρχεται το με-
θυστικό άρωμα τηγανιτής πατάτας, το κοκκινιστό έχει βγει ήδη απ' το φούρνο.
Έχει φτάσει η ιερή ώρα τής ατελείωτης αγκαλιάς.. Εκεί που πέφτεις στις αγκα-
λιές τους και δεν θέλεις να βγεις. Εκεί που οι γερασμένες αγκαλιές γίνονται το πιο απάνεμο λιμάνι, κι εσύ προσπαθείς να τις παρατείνεις ως το πάντα, έτσι, που να τις νιώθεις ακόμα κι όταν θα 'χεις φύγει από το σπίτι, για ώρες πολλές.
Μέχρι που να σε πιάσουν οι μαύρες σου, αφού ξέρεις ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα, μέχρι που να κάνεις την καταθλιπτική σκέψη πως όλα αυτά που βλέπεις, νιώθεις, ζεις, είναι επειδή Εκείνοι δίνουν άρωμα στα λουλούδια, αέρα στα πανιά τής μπουγάδας, ώθηση στην κουρτίνα τής εξώπορτας, γεύση στο μεσημεριανό τραπέζι, θαλπωρή στην αχόρταγη αγκαλιά σου.. Βάλσαμο το Πατρικό μέσα σου..
Τα ρούχα στα σκοινιά χορεύοντας σ' έναν λικνιστικό χορό, σμίγουν ερωτικά: πότε η ροζ πυτζάμα τής μαμάς χαϊδεύει το βαμβακερό καρώ πουκάμισο τού μπαμπά, πότε το κατάλευκο πανωσέντονο ψιθυρίζει λόγια αγάπης στο πουά κατωσέντονο.
Το τραπέζι τής αυλής παρακολουθεί εκστασιασμένο την μπουγάδα να στεγνώνει, ενώ τα τριαντάφυλλα καμαρώνουν στο τενεκεδένιο βάζο. Δυό καρέκλες αντάμα.
Η κουρτίνα τής εξώπορτας συμμετέχει στο γιορτινό ανοιξιάτικο κλίμα, χωρίς να αποφασίζει ποτέ οριστικά αν θα είναι λίγο μέσα ή λίγο πιο έξω από το σπίτι. Στο τσακίρ κέφι, ανεβαίνει ως ψηλά προς τον ουρανό, σαν να κάνει κούνια στο πάρκο. Το ραδιόφωνο ακούγεται ως έξω, κι η αγαπημένη κλασσική μουσική τής μαμάς, συντροφεύει -θέλουν δεν θέλουν!- και τους γείτονες. Μονάχα ο μπαμπάς δεν ενο-
χλείται, το ακουστικό βλέπεις είναι για μόστρα! Από την κουζίνα έρχεται το με-
θυστικό άρωμα τηγανιτής πατάτας, το κοκκινιστό έχει βγει ήδη απ' το φούρνο.
Έχει φτάσει η ιερή ώρα τής ατελείωτης αγκαλιάς.. Εκεί που πέφτεις στις αγκα-
λιές τους και δεν θέλεις να βγεις. Εκεί που οι γερασμένες αγκαλιές γίνονται το πιο απάνεμο λιμάνι, κι εσύ προσπαθείς να τις παρατείνεις ως το πάντα, έτσι, που να τις νιώθεις ακόμα κι όταν θα 'χεις φύγει από το σπίτι, για ώρες πολλές.
Μέχρι που να σε πιάσουν οι μαύρες σου, αφού ξέρεις ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα, μέχρι που να κάνεις την καταθλιπτική σκέψη πως όλα αυτά που βλέπεις, νιώθεις, ζεις, είναι επειδή Εκείνοι δίνουν άρωμα στα λουλούδια, αέρα στα πανιά τής μπουγάδας, ώθηση στην κουρτίνα τής εξώπορτας, γεύση στο μεσημεριανό τραπέζι, θαλπωρή στην αχόρταγη αγκαλιά σου.. Βάλσαμο το Πατρικό μέσα σου..